- ὠφελεία
- ὠφελείᾱ , ὠφέλειαhelpfem nom/voc/acc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὠφελείᾳ — ὠφελείᾱͅ , ὠφέλεια help fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠφέλεια — help fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωφέλεια — η / ὠφέλεια, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. ὠφελία, και ιων. τ. ὠφελίη, Α [ὠφελώ] όφελος, κέρδος, απολαβή, χρησιμότητα, συμφέρον (α. «δεν υπάρχει καμιά ωφέλεια σε αυτό που κάνεις» β. «τὴν... κοινὴν ὠφελίαν... φυλάξαι», Θουκ.) αρχ. 1. (ιδίως σχετικά με… … Dictionary of Greek
ωφέλεια — η όφελος, κέρδος, ευεργέτημα: Θα έχεις μεγάλη ωφέλεια, αν συνεταιριστείς μαζί του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὠφελείας — ὠφελείᾱς , ὠφέλεια help fem acc pl ὠφελείᾱς , ὠφέλεια help fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡφελείας — ὡφελείᾱς , ὡφελεία fem acc pl ὡφελείᾱς , ὡφελεία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠφελείαι — ὠφελείᾱͅ , ὠφέλεια help fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠφελίαι — ὠφέλεια help fem nom/voc pl (ionic) ὠφελίᾱͅ , ὠφέλεια help fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠφελειῶν — ὠφέλεια help fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠφελείαις — ὠφέλεια help fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)